надломленный - ορισμός. Τι είναι το надломленный
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι надломленный - ορισμός


надломленный      
НАДЛ'ОМЛЕННЫЙ, надломленная, надломленное; надломлен, надломлена, надломлено.
1. прич. страд. прош. вр. от надломить
.
2. перен., только ·полн. С надломом; вымученный, болезненный (см. надлом
в 3 ·знач. ). Надломленный характер. "У всякой другой вышло бы все это надломленно (нареч.), вымученно, а у вас - нет." Достоевский.
надломленный      
прил.
Характеризующийся плохим моральным состоянием, ослаблением душевных и физических сил.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για надломленный
1. И вдруг справа такой надломленный металлический вопль Как зубилом ударили.
2. На памятнике изображен надломленный василек - любимый цветок эстонских крестьян.
3. Валерий Воронин - Джордж Харриссон, элегичный и элегантный, тонкий, грустный, надломленный.
4. Вид у него тогда, в начале 1'60-го, был усталый, надломленный.
5. На стенах даже висит экзотическое для наших школ предупреждение: "Не толпиться" и нарисован надломленный цветочек.
Τι είναι надломленный - ορισμός